- δειλιάσαι
- δειλιά̱σᾱͅ , δειλιάωto be afraidpres part act fem dat sg (doric)δειλιά̱σαῑ , δειλιάωto be afraidaor opt act 3rd sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειλιᾶσαι — δειλιάω to be afraid pres ind mp 2nd sg δειλιάω to be afraid pres part act fem nom/voc pl (doric) δειλιάω to be afraid aor inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυζάναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «φυγεῖν, δειλιάσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. φύζα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε μι *φυζᾱμι, οπότε θα έπρεπε να γραφεί φυζᾶναι, ή για απρμφ. αορ., οπότε θα… … Dictionary of Greek